ποσιδήϊος

ποσιδήϊος
-η, -ον και αττικ. τ. ποσιδεῑος και ποσείδιος και δωρ. τ. ποσιδάϊος, Α
1. αυτός που ανήκει στον Ποσειδώνα («Ποσιδήϊον άλσος», Ομ. Ιλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποσιδάϊος και ποσιδεῑος
ονομασία μήνα τού ημερολογίου τής Επιδαύρου
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Ποσιδήϊον και Ποσείδιον
το ιερό τού Ποσειδώνος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ποσιδεῑα και Ποσιδέα
εορτές προς τιμήν τού Ποσειδώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. Ποσειδών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ποσιδήιος — sacred to Poseidon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσιδηίων — Ποσιδήιον sacred to Poseidon neut gen pl Ποσιδήιος sacred to Poseidon fem gen pl Ποσιδήιος sacred to Poseidon masc/neut gen pl Ποσιδήιος sacred to Poseidon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσιδήιον — sacred to Poseidon neut nom/voc/acc sg Ποσιδήιος sacred to Poseidon masc acc sg Ποσιδήιος sacred to Poseidon neut nom/voc/acc sg Ποσιδήιος sacred to Poseidon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • Ποσιδηίου — Ποσιδήιον sacred to Poseidon neut gen sg Ποσιδήιος sacred to Poseidon masc/neut gen sg Ποσιδήιος sacred to Poseidon neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσιδήια — Ποσιδήιον sacred to Poseidon neut nom/voc/acc pl Ποσιδήιος sacred to Poseidon neut nom/voc/acc pl Ποσιδήιος sacred to Poseidon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσιδηϊών — και αττ. τ. Ποσειδεών, ῶνος, και Ποσιδεών και αιολ. τ. Ποσιδάων, ὁ, Α ο έκτος μήνας τού αττικού ημερολογίου και τών ημερολογίων μερικών ιωνικών πόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσιδήϊος / Ποσιδάϊος + επίθημα ών (πρβλ. Κουρηϊ ών / Κουρεών)] …   Dictionary of Greek

  • ποσείδιος — ον, Α βλ. ποσιδήϊος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”